- αρχιτεκτονικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που έχει να κάνει με την αρχιτεκτονική ή τον αρχιτέκτονα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀρχιτεκτονικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιτεκτονικός — ή, ό (Α ἀρχιτεκτονικός, ή, όν) [αρχιτέκτων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχιτέκτονα και στην τέχνη του 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. αρχιτεκτονική 3. η ευρυθμία και η τήρηση ορισμένων αναλογιών σε καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό έργο αρχ. 1. ο… … Dictionary of Greek
ἀρχιτεκτονικά — ἀρχιτεκτονικός of neut nom/voc/acc pl ἀρχιτεκτονικά̱ , ἀρχιτεκτονικός of fem nom/voc/acc dual ἀρχιτεκτονικά̱ , ἀρχιτεκτονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτεκτονικῶν — ἀρχιτεκτονικός of fem gen pl ἀρχιτεκτονικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτεκτονικόν — ἀρχιτεκτονικός of masc acc sg ἀρχιτεκτονικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέτωμα — Αρχιτεκτονικός όρος. Α. ονομάζεται το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρίσκεται πάνω από τον θριγκό, στις δύο στενές πλευρές του ναού και αντιστοιχεί δομικά στον χώρο που περικλείουν οι δύο πλάγιες γραμμές της σαμαρωτής στέγης και η… … Dictionary of Greek
ἀρχιτεκτονικαί — ἀρχιτεκτονικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτεκτονικοῖς — ἀρχιτεκτονικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτεκτονικοί — ἀρχιτεκτονικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτεκτονικούς — ἀρχιτεκτονικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)